προτιμᾶται

προτιμᾶται
προτιμάω
honour
pres subj mp 3rd sg
προτιμάω
honour
pres ind mp 3rd sg
προτῑμᾶται , προτιμάω
honour
pres subj mp 3rd sg
προτῑμᾶται , προτιμάω
honour
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δόνηση — Περιοδική παλμική κίνηση υψηλής συχνότητας ενός σώματος. Για μικρές συχνότητες προτιμάται ο όρος ταλάντωση. Όταν ένα σώμα δονείται, στην ιδιοσυχνότητά του υπάρχουν ελεύθερες δ. Για να διατηρηθούν οι δ. αυτές και οι κυμάνσεις που προκαλούνται στο… …   Dictionary of Greek

  • αερόστατο — Αεροσκάφος το οποίο μπορεί να συγκρατείται στην ατμόσφαιρα μόνο με την επίδραση της άνωσης που δέχεται από τον αέρα (αρχή του Αρχιμήδη). Αποτελείται ουσιαστικά από ένα μπαλόνι στήριξης, εντελώς αεροστεγές, γεμάτο με αέριο ελαφρύτερο από τον αέρα …   Dictionary of Greek

  • ακίδα — Μακρουλό, αιχμηρό κομμάτι ξύλου, με ινώδη μορφή. Ακιδωτού σχήματος ήταν το κάλυμμα που τοποθετούσαν παλαιότερα στο στήθος ενός πολεμικού αλόγου. Ακιδωτή επίσης είναι η αμυντική θωράκιση μιας κατηγορίας ζώων όπως ο σκαντζόχοιρος. Α. ονομάζεται και …   Dictionary of Greek

  • απροτίμητος — η, ο αυτός που προτιμάται ή δεν έχει προτιμηθεί …   Dictionary of Greek

  • γλυκόλυση — Η ενζυμική αποικοδόμηση της γλυκόζης που συνοδεύεται από απελευθέρωση ενέργειας. Η γ. είναι μία από τις σημαντικότερες διαδικασίες που χρησιμοποιεί το κύτταρο για την παραγωγή ΑΤΡ (τριφωσφορική αδενοσίνη), που είναι η πιο σπουδαία ένωση υψηλής… …   Dictionary of Greek

  • διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… …   Dictionary of Greek

  • επιβραδυντής — Ένα υλικό που χρησιμοποιείται σε έναν αντιδραστήρα για την επιβράδυνση των νετρονίων που εκπέμπονται κατά τις σχάσεις των πυρήνων του καυσίμου. Τα νετρόνια όταν παράγονται έχουν ενέργεια αρκετών εκατομμυρίων ηλεκτρονιο βολτ. Στους θερμικούς… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”